- ἐπίλησις
- ἐπίλησις, [dialect] Dor. [suff] ἐπιλήπτ-λᾱσις, εως, ἡ,A forgetting, forgetfulness,
καμάτων Pi.P.1.46
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμάτων Pi.P.1.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.